- ταυτοειδής
- -ές, ΜΑαυτός που έχει την ίδια ακριβώς μορφή με κάποιον άλλον («μίαν... θεότητος φύσιν τὴν ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν ἰδικαῑς, αἱ σύμμορφοι καὶ ταυτοειδεῑς ἀλλήλαις», Καισάρ.).επίρρ...ταὐτοειδῶς ΜΑπανομοιότυπα, το ίδιο ακριβώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)-* + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.